ἀνυψώσασα

ἀνυψώσασα
ἀνυψώσᾱσα , ἀνυψόω
raise up
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀνυψώσᾱσα , ἀνυψόω
raise up
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γήθεν — γῆθεν επίρρ. (AM) [γη] από τη γη («Χαῑρε κλῑμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος) αρχ. μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”